Πηγή: Εφημερίδα Εστία
«Τενέδιος πέλεκυς» -μ> τοϋΣαράντου Ί. Καργάκου*
Αρέσκονται οί φιλάρχαιοι, ιδίως τώρα ξένοι, νά ομιλούν γιά ελληνικό θαϋμα καί νά έγκωμιάζουν τίς αρετές των αρχαίων Ελλήνων. Δέν θά τίς αμφισβητήσω. Oi άρχαϊοι'Έλληνες μπορεί νά είχαν πολλές άρετές, είχαν καί μεγάλα έλαττώματα. Ούδέποτε, άλλωστε, τά δικαοτήριά τους υπέφεραν άπό άεργία! Στήν Αθήνα οι 5.000 ήλιαστές (σύν 1.000 αναπληρωματικοί) ήσαν σέ συνεχή λειτουργία. Εκδικάζονταν υποθέσεις καί «περίόνου σκιάς». Τοϋτο τί σημαίνει;"Οτι λόγω της πληθώρας των παραπτωμάτων, έπρεπε νά λειτουργούν τά δικαστήρια συνεχώς, κατά τρόπο μάλιστα υποδειγματικό, ώστε νά έπιτυγχάνεται ό πρέπων κολασμός καί νά διαχέεται ώς μάθημα ατούς λοιπούς πολίτες ό σωφρονισμός.
Γιά τό τελευταίο αύτό ήταν άναγκαία ή ήθική άναγωγή τού δικαστή, διότι οί άρχαϊοι πίστευαν ότι ή άποστολή του είναι παιδαγωγική. Ακόμη καί όταν ήταν υποχρεωμένος νά τιμωρεί. Δέν είναι τυχαίο ότι στά άρχαΐα έλληνικά τό ρήμα τιμωρώ, συντασσόμενο μέ δοτική, σήμαινε βοηθώ. Βοηθώ κάποιον ν' άνορθωθεΐ καί νά διορθωθεί.
ΟΊ άρχαϊοι γιά τό σωφρονισμό τών πολιτών δέν χρησιμοποιούσαν μόνο τό νόμο άλλά καί τόν μύθο, πού αύτός κυρίως διαμόρφωνε τό πολιτικό ήθος. Καί τοϋτο διότι είχε τεράστια παιδαγωγική σημασία. Υπάρχουν άναρίθμητοι μύθοι πού άφοροϋν στήν καλή ή κακή άπονομή τής δικαιοσύνης. ΟΊ μύθοι αυτοί δέν άφοροϋν μόνον στούς προσαγόμενους σέ δίκη άλλά καί στούς δικάζοντες. Χωρίς άκέραιους δικαστές, οί νόμοι όσο κι άν είναι καλοί, δέν είναι έπαρκείς γιά τήν άπονομή δικαιοσύνης. Γι' αύτό μας έχουν παραδοθεί πολλοί μύθοι πού μέ τρόπο διδακτικό δείχνουν τήν άναγκαιότητα τής ήθικής επάρκειας, τής άντικειμενικότητας καί της άμεροληψίας τών δικαστών.
Στίς παραδόσεις αύτές άναφέρεται καί ό λεγόμενος «Τενέδιος πέλεκυς». Μέ τόν μύθο αύτό ή παράδοση θέλει νά μας διδάξει ότι ό δικαστής δέν άρκεΐ νά δικάσει καί νά καταδικάσει άλλ' οφείλει πάραυτα νά έφαρμόσει τήν επιδικασθείσα άπό τόν ίδιο ποινή. Αλλά ή Τένεδος πώς έμπλέκεται σέ όλα αύτά τά «διαδικαστικά»; Είναιάπλό, όπως άπλά είναι όλα στίς παραδόσεις. Στήν πόλη τών Κολωνών (στήν άκτή της Τρωάδος) βασίλευε κάποτε κάποιος πού έφερε τό όνομα Κύκνος. Αύτός είχε ένα γυιό ονομαστό γιά τή δικαιοσύνη του, πού λεγόταν Τένης. Ό έν λόγω Τένης άπέρριψε τίς ένοχες ερωτικές προτάσεις τής μητριάς του Φιλόνομης (πού μόνον φιλόνομη δέν ήταν) καί τότε αύτή άρχισε νά συκοφαντεί τόν Τένη στόν πατέρα του, ότι τάχα αύτός είχε κάνει τίς άσελγεϊς προτάσεις πρός αύτήν.
Έμπλεως όργής ό Κύκνος έρριξε τόν Τένη στή θάλασσα γιά νά πνιγή, άλλά τά κύματα, πιό δίκαια άπό τόν οργισμένο πατέρα, πήραν στή ράχη τους τόν άδικημένο νέο καί τόν άφησαν άπαλά στήν άμμουδιά τοϋ άπέναντι νηοιοϋ πού λεγόταν Λεύκοφρυς. Ό Τένης έγινε βασιλιάς στό νησί καί έδωσε σέ αύτό τό όνομά του: Τένεδος. Φρόντισε ιδιαίτερα γιά τήν ταχεία άπονομή τής δικαιοσύνης. Γί αύτό θέσπισε νόμο, βάσει τοϋ όποιου πίσω άπό τό κάθισμα τοϋ δικαστή νά στέκεται ένας δήμιος πού κρατούσε κοφτερό -υποθέτω-πέλεκυν. Σέ περίπτωση πού κάποιος έκ τών διαδίκων θά κατέθετε ψεύδη, πάραυτα ό δήμιος μ' ένα νεύμα τοϋ δικαστή κατέφερε τόν πέλεκυν έπί της κεφαλής τοϋ ψευδομένου. Φυσικά καί κατά τής κεφαλής παντός άλλου, ό όποιος κατά τήν έκτίμηοη τοϋ δικαστή θά έκρίνετο θανάτου άξιος.
Εϋλογα ό άναγνώστης μπορεί νά έρωτήσει: Καί τί γινόταν σέ περίπτωση πού ό δικαστής δέν έκρινε κατά δίκην άλλά παρά δίκην; Ό μύθος έχει φροντίσει καί γι' αύτό. Ό Ηρόδοτος μας έξιστορεϊ στό Ε' βιβλίο του (παρ. 5) ότι ό Πέρσης βασιλιάς Καμβύσης διέταξε νά σφάξουν τόν βασιλικό δικαστή Σισάμνη, επειδή είχε έκδώσει άδικη άπόφαση.
Καί όχι μόνον νά τόν σφάξουν, άλλά καί νά τόν γδάρουν καί άκολούθως νά κάνουν τό δέρμα του λουρίδες καί μέ αύτές νά τυλίξουν τόν δικαστικό θώκο. Μετά άπό τή διαδικασία αύτή ό Καμβύσης κάλεσε τόν γυιό τοϋ Σισάμνη, τόν λεγόμενο Ότάνη καί τόν έβαλε νά κάτσει στό θώκο τοϋ πατέρα του καί νά δικάζει. Εϋλογα μπορούμε νά ύποθέσουμε ότι ό Ότάνης, ένθυμούμενος τό πάθημα τοϋ πατέρα του, δέν θά επέτρεψε -όσο περνούσε άπό τό χέρι του- νά περιέλθει ή δικαιοσύνη σέ κατάσταση άφασίας.
Άλλά όταν οί νόμοι δέν είναι καλοί, τί νά σοϋ κάνει ό καλός δικαστής; Ό μύθος έχει προβλέψει καί γι' αύτό. Ό Δημοσθένης στόν «Κατά Τιμάρχου» λόγο του άναφέρει ότι ό νομοθέτης τών Έπιζεφυρίων Λοκρών, ό περίφημος Ζάλευκος είχε επιβάλει ώς θεμελιώδη άρχή τοϋ νομοθετεϊν τήν άκόλουθη ρήτρα: «Έάν τις βουληται νόμον καινόν τιθέναι, ένβρόχω τόν τράχηλον έχων νομοθετεί, καί έάν δόξη καλός καί χρήσιμος είναι ό νόμος, ζή ό τιθείς καί απέρχεται, εί δέ μή τέθνηκεν έπισπασθέντος τοϋ βρόχου».
Σέ έλεύθερη άπόδοση τά παραπάνω σημαίνουν: 'Εάν κάποιος θέλει νά θεσπίσει νέο νόμο, κάνει τήν είσήγησή του μέ μιά θηλιά στό λαιμό. Καί άν ό προτεινόμενος νόμος φανεί καλός, τότε αύτός πού τόν πρότεινε ζή καί πάει στό καλό, άλλιώς πεθαίνει μέ τράβηγμα τής θηλιάς.
Βέβαια, άν όλα αύτά εφαρμόζονταν «έν σμικρώ» -έστωστή σύγχρονη Ελλάδα, θά διατρέχαμε τόν κίνδυνο τής ολιγανθρωπίας σέ βαθμό άκόμη πιό υψηλό άπ' ό,τι τόν δημιουργεί ή αναμία καί ή άπαιδία. Αλλά μήπως καί οί άνθρωποι πού παραβιάζουν συνειδητά τό νόμο δέν είναι «ολίγον άνθρωποι», δηλαδή κλάσματα άνθρώπου; Εύτυχώς, χάρη στό «προοδευτικό» φρόνημα, πού είναι διάχυτο σέ όλες τίς παρατάξεις, κίνδυνος θεσπίσεως αύστηρών νόμων δέν υπάρχει. 'Εξ άλλου, όπως θά «άποδειχθεΐ», κανείς πολιτικός, κανείς ύψηλοθεσίτης λειτουργός δέν «έφωράθη κλέπτωνόπώρας».'Άδίκα, λοιπόν, κατηγορούσε κάποιους «συντρόφους» του ό «Θείος Χό», ό ήγέτης τών Βιετναμέζων κομμουνιστών, ό περίφημος Χό Τσί Μίνχ: «"Αλλος θέλει νά καλοτρώει, νά είναι κομψός, τοϋ αρέσει όλο καί πιότερο ή πολυτέλεια, κάθε μέρα σπαταλά περισσότερα. Άπό πού προέρχονται τά χρήματα; Καί τό χειρότερο άκόμα, κλέβει τή δημόσια περιουσία, περιφρονεί τήν άκεραιό τη τα (τοϋ χαρακτήρα του), τή ν άρετήν. Τό τάδε μέλος της Επιτροπής μετακινείται μέ τό αυτοκίνητο τής υπηρεσίας, μετά ή γυναίκα του, σέ συνέχεια ο'ι κόρες του καί τά άγόρια του! Ποιός πληρώνει;».
Σας θυμίζουν, μήπως, τίποτε αύτά; Μήπως εικονογραφούν όχι τό βιετναμέζικο παρελθόν άλλά τό ελληνικό παρόν; * www.saranto.skargakos.gr
«Τενέδιος πέλεκυς» -μ> τοϋΣαράντου Ί. Καργάκου*
Αρέσκονται οί φιλάρχαιοι, ιδίως τώρα ξένοι, νά ομιλούν γιά ελληνικό θαϋμα καί νά έγκωμιάζουν τίς αρετές των αρχαίων Ελλήνων. Δέν θά τίς αμφισβητήσω. Oi άρχαϊοι'Έλληνες μπορεί νά είχαν πολλές άρετές, είχαν καί μεγάλα έλαττώματα. Ούδέποτε, άλλωστε, τά δικαοτήριά τους υπέφεραν άπό άεργία! Στήν Αθήνα οι 5.000 ήλιαστές (σύν 1.000 αναπληρωματικοί) ήσαν σέ συνεχή λειτουργία. Εκδικάζονταν υποθέσεις καί «περίόνου σκιάς». Τοϋτο τί σημαίνει;"Οτι λόγω της πληθώρας των παραπτωμάτων, έπρεπε νά λειτουργούν τά δικαστήρια συνεχώς, κατά τρόπο μάλιστα υποδειγματικό, ώστε νά έπιτυγχάνεται ό πρέπων κολασμός καί νά διαχέεται ώς μάθημα ατούς λοιπούς πολίτες ό σωφρονισμός.
Γιά τό τελευταίο αύτό ήταν άναγκαία ή ήθική άναγωγή τού δικαστή, διότι οί άρχαϊοι πίστευαν ότι ή άποστολή του είναι παιδαγωγική. Ακόμη καί όταν ήταν υποχρεωμένος νά τιμωρεί. Δέν είναι τυχαίο ότι στά άρχαΐα έλληνικά τό ρήμα τιμωρώ, συντασσόμενο μέ δοτική, σήμαινε βοηθώ. Βοηθώ κάποιον ν' άνορθωθεΐ καί νά διορθωθεί.
ΟΊ άρχαϊοι γιά τό σωφρονισμό τών πολιτών δέν χρησιμοποιούσαν μόνο τό νόμο άλλά καί τόν μύθο, πού αύτός κυρίως διαμόρφωνε τό πολιτικό ήθος. Καί τοϋτο διότι είχε τεράστια παιδαγωγική σημασία. Υπάρχουν άναρίθμητοι μύθοι πού άφοροϋν στήν καλή ή κακή άπονομή τής δικαιοσύνης. ΟΊ μύθοι αυτοί δέν άφοροϋν μόνον στούς προσαγόμενους σέ δίκη άλλά καί στούς δικάζοντες. Χωρίς άκέραιους δικαστές, οί νόμοι όσο κι άν είναι καλοί, δέν είναι έπαρκείς γιά τήν άπονομή δικαιοσύνης. Γι' αύτό μας έχουν παραδοθεί πολλοί μύθοι πού μέ τρόπο διδακτικό δείχνουν τήν άναγκαιότητα τής ήθικής επάρκειας, τής άντικειμενικότητας καί της άμεροληψίας τών δικαστών.
Στίς παραδόσεις αύτές άναφέρεται καί ό λεγόμενος «Τενέδιος πέλεκυς». Μέ τόν μύθο αύτό ή παράδοση θέλει νά μας διδάξει ότι ό δικαστής δέν άρκεΐ νά δικάσει καί νά καταδικάσει άλλ' οφείλει πάραυτα νά έφαρμόσει τήν επιδικασθείσα άπό τόν ίδιο ποινή. Αλλά ή Τένεδος πώς έμπλέκεται σέ όλα αύτά τά «διαδικαστικά»; Είναιάπλό, όπως άπλά είναι όλα στίς παραδόσεις. Στήν πόλη τών Κολωνών (στήν άκτή της Τρωάδος) βασίλευε κάποτε κάποιος πού έφερε τό όνομα Κύκνος. Αύτός είχε ένα γυιό ονομαστό γιά τή δικαιοσύνη του, πού λεγόταν Τένης. Ό έν λόγω Τένης άπέρριψε τίς ένοχες ερωτικές προτάσεις τής μητριάς του Φιλόνομης (πού μόνον φιλόνομη δέν ήταν) καί τότε αύτή άρχισε νά συκοφαντεί τόν Τένη στόν πατέρα του, ότι τάχα αύτός είχε κάνει τίς άσελγεϊς προτάσεις πρός αύτήν.
Έμπλεως όργής ό Κύκνος έρριξε τόν Τένη στή θάλασσα γιά νά πνιγή, άλλά τά κύματα, πιό δίκαια άπό τόν οργισμένο πατέρα, πήραν στή ράχη τους τόν άδικημένο νέο καί τόν άφησαν άπαλά στήν άμμουδιά τοϋ άπέναντι νηοιοϋ πού λεγόταν Λεύκοφρυς. Ό Τένης έγινε βασιλιάς στό νησί καί έδωσε σέ αύτό τό όνομά του: Τένεδος. Φρόντισε ιδιαίτερα γιά τήν ταχεία άπονομή τής δικαιοσύνης. Γί αύτό θέσπισε νόμο, βάσει τοϋ όποιου πίσω άπό τό κάθισμα τοϋ δικαστή νά στέκεται ένας δήμιος πού κρατούσε κοφτερό -υποθέτω-πέλεκυν. Σέ περίπτωση πού κάποιος έκ τών διαδίκων θά κατέθετε ψεύδη, πάραυτα ό δήμιος μ' ένα νεύμα τοϋ δικαστή κατέφερε τόν πέλεκυν έπί της κεφαλής τοϋ ψευδομένου. Φυσικά καί κατά τής κεφαλής παντός άλλου, ό όποιος κατά τήν έκτίμηοη τοϋ δικαστή θά έκρίνετο θανάτου άξιος.
Εϋλογα ό άναγνώστης μπορεί νά έρωτήσει: Καί τί γινόταν σέ περίπτωση πού ό δικαστής δέν έκρινε κατά δίκην άλλά παρά δίκην; Ό μύθος έχει φροντίσει καί γι' αύτό. Ό Ηρόδοτος μας έξιστορεϊ στό Ε' βιβλίο του (παρ. 5) ότι ό Πέρσης βασιλιάς Καμβύσης διέταξε νά σφάξουν τόν βασιλικό δικαστή Σισάμνη, επειδή είχε έκδώσει άδικη άπόφαση.
Καί όχι μόνον νά τόν σφάξουν, άλλά καί νά τόν γδάρουν καί άκολούθως νά κάνουν τό δέρμα του λουρίδες καί μέ αύτές νά τυλίξουν τόν δικαστικό θώκο. Μετά άπό τή διαδικασία αύτή ό Καμβύσης κάλεσε τόν γυιό τοϋ Σισάμνη, τόν λεγόμενο Ότάνη καί τόν έβαλε νά κάτσει στό θώκο τοϋ πατέρα του καί νά δικάζει. Εϋλογα μπορούμε νά ύποθέσουμε ότι ό Ότάνης, ένθυμούμενος τό πάθημα τοϋ πατέρα του, δέν θά επέτρεψε -όσο περνούσε άπό τό χέρι του- νά περιέλθει ή δικαιοσύνη σέ κατάσταση άφασίας.
Άλλά όταν οί νόμοι δέν είναι καλοί, τί νά σοϋ κάνει ό καλός δικαστής; Ό μύθος έχει προβλέψει καί γι' αύτό. Ό Δημοσθένης στόν «Κατά Τιμάρχου» λόγο του άναφέρει ότι ό νομοθέτης τών Έπιζεφυρίων Λοκρών, ό περίφημος Ζάλευκος είχε επιβάλει ώς θεμελιώδη άρχή τοϋ νομοθετεϊν τήν άκόλουθη ρήτρα: «Έάν τις βουληται νόμον καινόν τιθέναι, ένβρόχω τόν τράχηλον έχων νομοθετεί, καί έάν δόξη καλός καί χρήσιμος είναι ό νόμος, ζή ό τιθείς καί απέρχεται, εί δέ μή τέθνηκεν έπισπασθέντος τοϋ βρόχου».
Σέ έλεύθερη άπόδοση τά παραπάνω σημαίνουν: 'Εάν κάποιος θέλει νά θεσπίσει νέο νόμο, κάνει τήν είσήγησή του μέ μιά θηλιά στό λαιμό. Καί άν ό προτεινόμενος νόμος φανεί καλός, τότε αύτός πού τόν πρότεινε ζή καί πάει στό καλό, άλλιώς πεθαίνει μέ τράβηγμα τής θηλιάς.
Βέβαια, άν όλα αύτά εφαρμόζονταν «έν σμικρώ» -έστωστή σύγχρονη Ελλάδα, θά διατρέχαμε τόν κίνδυνο τής ολιγανθρωπίας σέ βαθμό άκόμη πιό υψηλό άπ' ό,τι τόν δημιουργεί ή αναμία καί ή άπαιδία. Αλλά μήπως καί οί άνθρωποι πού παραβιάζουν συνειδητά τό νόμο δέν είναι «ολίγον άνθρωποι», δηλαδή κλάσματα άνθρώπου; Εύτυχώς, χάρη στό «προοδευτικό» φρόνημα, πού είναι διάχυτο σέ όλες τίς παρατάξεις, κίνδυνος θεσπίσεως αύστηρών νόμων δέν υπάρχει. 'Εξ άλλου, όπως θά «άποδειχθεΐ», κανείς πολιτικός, κανείς ύψηλοθεσίτης λειτουργός δέν «έφωράθη κλέπτωνόπώρας».'Άδίκα, λοιπόν, κατηγορούσε κάποιους «συντρόφους» του ό «Θείος Χό», ό ήγέτης τών Βιετναμέζων κομμουνιστών, ό περίφημος Χό Τσί Μίνχ: «"Αλλος θέλει νά καλοτρώει, νά είναι κομψός, τοϋ αρέσει όλο καί πιότερο ή πολυτέλεια, κάθε μέρα σπαταλά περισσότερα. Άπό πού προέρχονται τά χρήματα; Καί τό χειρότερο άκόμα, κλέβει τή δημόσια περιουσία, περιφρονεί τήν άκεραιό τη τα (τοϋ χαρακτήρα του), τή ν άρετήν. Τό τάδε μέλος της Επιτροπής μετακινείται μέ τό αυτοκίνητο τής υπηρεσίας, μετά ή γυναίκα του, σέ συνέχεια ο'ι κόρες του καί τά άγόρια του! Ποιός πληρώνει;».
Σας θυμίζουν, μήπως, τίποτε αύτά; Μήπως εικονογραφούν όχι τό βιετναμέζικο παρελθόν άλλά τό ελληνικό παρόν; * www.saranto.skargakos.gr